Βόοζ

Βόοζ
1003 Βόοζ
{собств., 3}
Вооз (крепость, сила).
Знатный и богатый житель Вифлеема, родственник Елимелеха из колена Иудина, мужа Ноемини. Он женился на Руфи и стал отцом Овида. Является одним из предков Иосифа в родословии Иисуса Христа (Мф. 1:5; Лк. 3:32). См. евр. 1162 (זעַבֺּ).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "Βόοζ" в других словарях:

  • Ιεσσαί — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν εγγονός του Βοόζ και της Ρουθ και πατέρας του προφήτη Δαβίδ. Εκτός από τον Δαβίδ, είχε ακόμα οκτώ γιους και δύο κόρες. Πλούσιος βοσκός, εξακολούθησε την ποιμενική του ζωή και μετά την ανακήρυξη του Δαβίδ σε βασιλιά. Στη… …   Dictionary of Greek

  • Ραάβ — Πόρνη που κατοικούσε στην Ιεριχώ, στο σπίτι της οποίας κατέλυσαν οι δυο κατάσκοποι που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή από τη Σατίν για να κατασκοπεύσουν την πόλη. Όταν ο βασιλιάς της Ιεριχούς τους καταζητούσε για να τους συλλάβει, η Ρ. τους έκρυψε στο …   Dictionary of Greek

  • Ωβήδ — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν γιος της Ρουθ και του Βοόζ, πατέρας του Ιεσσαί και πρόγονος του βασιλιά Δαβίδ, από τη γενιά του οποίου καταγόταν ο Ιησούς …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»